φροῦνος

φροῦνος
φροῦνος, , late form for φρῦνος, PMag.Osl.1.235.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φρούνος — ὁ, Μ βλ. φρύνος …   Dictionary of Greek

  • φροῦνον — φροῦνος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φουρνός — ο, Ν. ζωολ. κοινή ονομασία είδους βατράχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φρύνος, με τροπή τού ν σε ον (πρβλ. και φροῦνος), μετάθεση τού ρ (πρβλ. και φούρνα) και καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • φούρνα — η, Ν κοινή ονομασία τού ψαριού φρύνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φρύνος, με τροπή τού υ σε ου (πρβλ. και φροῦνος) και μετάθεση τού ρ (πρβλ. και φουρνός), μεταπλασμένος κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • φρύνος — ο / φρῡνος, ΝΜΑ, και φροῡνος Μ, και φρῡνος, ἡ, Α βάτραχος νεοελλ. ζωολ. γενική κοινή ονομασία συνήθως μεγαλόσωμων άνουρων αμφιβίων, πολύ συγγενικών με τους βατράχους, τα οποία όμως, σε αντιδιαστολή προς αυτούς, έχουν τραχύ και ξηρό δέρμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”